- σπιλιάδα
- η, Νβλ. σπιλάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιλιάδα — σπιλιάδα, η και σπιλάδα, η ριπή ανέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιλάδα — η / σπιλάς, άδος, ΝΑ, και σπιλιάδα και σπηλάδα και σπηλιάδα και σβιλάδα Ν ισχυρή παροδική ριπή ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. κατα σπιλάζω* (< σπίλος [Ι] «κηλίδα»), το οποίο από σημ. «κηλιδώνω, λερώνω»… … Dictionary of Greek